συννέφω

συννέφω
και αττ. τ. ξυννέφω Α
1. συγκεντρώνω νέφη, καλύπτω με σκοτεινιά (α. «τοῑς ἐπὶ τῶν λύχνων φαινομένοις μύκησι συγχεῑσθαι καὶ συννέφειν τὸ περιέχον», Πλούτ.
β. «Ζεὺς ξυννέφει», Αριστοφ.)
2. απρόσ. συννέφει
ο καιρός γίνεται νεφελώδης, έχει συννεφιά («καὶ ξυννένοφε καὶ χειμέρια βροντᾷ μάλ' εὖ», Αριστοφ.)
3. (για πρόσ.) γίνομαι σκυθρωπός, έχω λυπημένη ή δυσαρεστημένη έκφραση («ὡς εἶδεν αὐτὸν σκυθρωπάσαντα, ἤρετο διὰ τί συννένοφεν», Δίων Κάσσ)
4. μτφ. ζω μαύρη ζωή, δυστυχώ («οὕτω δὲ θνητῶν σπέρμα τῶν μὲν εὐτυχεῑ λαμπρᾷ γαλήνῃ, τῶν δὲ συννέφει πάλιν, ζῶσιν τε ἐν κακοῑσιν», Ευ ρ.)
5. φρ. «συννεφῶ ὄμματα» — έχω μάτια σκοτεινά, έχω θλιμμένο βλέμμα (Ευρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Υποχωρητ. σχηματισμός από το επίθ. συννεφής].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • συννεφώ — (I) έω, Μ συννέφω* [ΕΤΥΜΟΛ. Άλλος τ. του ρ. συννέφω, κατά τα συνηρημένα σε έω/ῶ]. (II) όω, Μ είμαι σκυθρωπός, είμαι λυπημένος, είμαι στενοχωρημένος («τί τὸ πρόσωπον συννεφοῑς», Ευστ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Αλλος τ. του ρ. συννέφω, κατά τα συνηρημένα ρ. σε… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”